- ἴβδης
- ἴβδης, ου, ὁ,A cock or plug in a ship's bottom, Eust.525.34, 858.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἴβδης — cock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίβδης — ὁ (Μ ἴβδης, ὁ και ἴβδη, ἡ) μικρός ξύλινος κύλινδρος ο οποίος περιτυλίσσεται με στουπί για να φράξει την τρύπα που βρίσκεται στη βάση τού πλοίου και η οποία χρησιμεύει για την εκροή τών υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ρ. είβω «διαχέω,… … Dictionary of Greek
ἴβδην — ἴβδης cock masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)